- καλλιεργήσιμες
- η , ο [ος , ον ] пригодный для обработки, годный под пахоту, пахотный;
καλλιεργήσιμεςη γη — пахотная земля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλλιεργήσιμεςη γη — пахотная земля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ίσιωμα — και ίσωμα, το [ισιώνω/ισώνω] 1. δρόμος ίσος και ομαλός, χωρίς ανηφοριά ή κατηφοριά, δρόμος που ακολουθεί συνήθως οριζόντια διεύθυνση 2. μικρή επίπεδη έκταση ανάμεσα σε ανώμαλα, ιδίως ορεινά και βραχώδη, εδάφη 3. στον πληθ. τα ισιώματα μικρές… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
κορομηλιά — Μικρό δέντρο, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Prunus insititia. Είναι γνωστό και με την κοινή ονομασία τζανεριά. Πρόκειται για ακανθώδες φυτό με μεγάλα, οδοντωτά και κατ’ εναλλαγή φύλλα και λευκά άνθη οργανωμένα σε ταξιανθίες. Οι σπόροι… … Dictionary of Greek
κουλάκος — (ρωσ. kulak = πυγμή, γροθιά). Κ. ονομαζόταν εκείνος ο οποίος πλούτιζε με την εκμετάλλευση, την τοκογλυφία και την αισχροκέρδεια. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. για να χαρακτηρίσει την αστική τάξη… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πολύηρος — ον, Α πλούσιος σε γη, σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἔρα «γη», με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ανεμομείκτης — Μεγάλος ανεμιστήρας που τοποθετείται σε καλλιεργήσιμες περιοχές για προστασία από τον παγετό. Συνήθως, πολλοί α. τοποθετούνται κατά ομάδες (σειρές) πάνω σε ψηλές σιδερένιες κολόνες και αναμειγνύουν μηχανικά τον αέρα, αναστρέφουν τη θερμότητα και… … Dictionary of Greek
Βόρειο Αιγαίο — Διοικητική περιφέρεια (3.836 τ. χλμ., 206.121 κάτ.) της χώρας που περιλαμβάνει τους νομούς Λέσβου, Χίου και Σάμου. Οι νομοί αυτοί ανήκουν στο ευρύτερο γεωγραφικό διαμέρισμα του Αιγαίου, αποτελούν όμως χωριστή περιφέρεια, γιατί τα νησιά που τους… … Dictionary of Greek